περίγειος

περίγειος
ος , ον околоземный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "περίγειος" в других словарях:

  • περίγειος — surrounding the earth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίγειος — α, ο / περίγειος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τη Γη, που την περιβάλλει 2. το ουδ. ως ουσ. το περίγειο(ν) αστρον. το πλησιέστερο προς τη Γη σημείο τής τροχιάς ουράνιου σώματος και ιδίως τής Σελήνης μσν. το ουδ. ως ουσ. 1. ολόκληρη η… …   Dictionary of Greek

  • περιγειότερον — περίγειος surrounding the earth adverbial comp περίγειος surrounding the earth masc acc comp sg περίγειος surrounding the earth neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγειοτάτων — περίγειος surrounding the earth fem gen superl pl περίγειος surrounding the earth masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγειοτέραις — περίγειος surrounding the earth fem dat comp pl περιγειοτέρᾱͅς , περίγειος surrounding the earth fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγειοτέρων — περίγειος surrounding the earth fem gen comp pl περίγειος surrounding the earth masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγειότατα — περίγειος surrounding the earth adverbial superl περίγειος surrounding the earth neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγειότατον — περίγειος surrounding the earth masc acc superl sg περίγειος surrounding the earth neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίγειον — περίγειος surrounding the earth masc/fem acc sg περίγειος surrounding the earth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγειοτάτη — περίγειος surrounding the earth fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγειοτάτην — περίγειος surrounding the earth fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»